- φουμέρνω
- βλ. φουμάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουμέρνω — Ν βλ. φουμάρω … Dictionary of Greek
φουμάρω — και φουμέρνω Ν 1. καπνίζω τσιγάρο 2. φρ. «τί καπνό φουμάρει;» τί άνθρωπος είναι; [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fumare (< λατ. fumo, āre < fumus «καπνός»)] … Dictionary of Greek
φουμάρω — και φουμέρνω φουμάρισα και φούμαρα, φουμαρισμένος (λ. ιταλ.), καπνίζω τσιγάρο, πούρο, ναργιλέ κτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)